- δαιμόνιος
- α, ο [ία, ον]1) гениальный, выдающийся;
δαιμόνιος νούς — блестящий ум;
δαιμόνιον εργον — гениальное произведение;
2) см. δαιμονικός
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δαιμόνιος νούς — блестящий ум;
δαιμόνιον εργον — гениальное произведение;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δαιμόνιος — of masc nom sg δαιμόνιος of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμόνιος — α, ο (AM δαιμόνιος, α, ον, Α και δαιμόνιος, η, ον και δαιμόνιος, ον) [δαίμων] Ι. αυτός που προέρχεται από δαίμονα ή ανήκει σε δαίμονα (αρχ. νεοελλ.) έξοχος, υπέροχος αρχ. μσν. υπερφυσικός, θεϊκός αρχ. (στην επική γλώσσα) η κλητ. δαιμόνιε,… … Dictionary of Greek
δαιμόνιος — α, ο αυτός που διαθέτει ικανότητα σε υπέρτατο βαθμό, έξοχος: Είναι ένας δαιμόνιος νους, που τα καταφέρνει θαυμάσια με ό,τι κι αν καταπιαστεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δαιμονιώτερον — δαιμόνιος of adverbial comp δαιμόνιος of masc acc comp sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc comp sg δαιμόνιος of masc acc comp sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc comp sg δαιμόνιος of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιώτατα — δαιμόνιος of adverbial superl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl pl δαιμόνιος of adverbial superl δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιώτατον — δαιμόνιος of masc acc superl sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl sg δαιμόνιος of masc acc superl sg δαιμόνιος of neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονίως — δαιμόνιος of adverbial δαιμόνιος of masc acc pl (doric) δαιμόνιος of adverbial δαιμόνιος of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιωτάτην — δαιμόνιος of fem acc superl sg (attic epic ionic) δαιμόνιος of fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιωτέρου — δαιμόνιος of masc/neut gen comp sg δαιμόνιος of masc/neut gen comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιώτατε — δαιμόνιος of masc voc superl sg δαιμόνιος of masc voc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δαιμονιώτατος — δαιμόνιος of masc nom superl sg δαιμόνιος of masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)